- τετραχοῦ
- τετραχοῦin four placesindeclform (adverb)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
τετραχού — Α επίρρ. σε τέσσερα μέρη. [ΕΤΥΜΟΛ. < τετρ(α) (βλ. λ. τέσσερεις + ουρανικό πρόσφυμα αχ + επιρρμ. κατάλ. οῦ (πρβλ. ἀλλ αχ οῦ)] … Dictionary of Greek